Κολόν

Κολόν
(Colόn). Πόλη (περ. 160.000 κάτ. το 1996) του Παναμά και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (4.890.000 τ. χλμ., 204.208 κάτ.). Βρίσκεται στο νησί Mανθανίλιο του κόλπου Λίμον, 85 χλμ. ΒΔ της Πόλης του Παναμά και ενώνεται με τη στεριά με μια στενή λωρίδα γης, τόσο οδικώς όσο και σιδηροδρομικώς. Το κλίμα της είναι υγρό, ξηρό και πολύ ανθυγιεινό, με μέση θερμοκρασία 27°C. Η πόλη αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό του εμπορίου που διεξάγεται μεταξύ Ατλαντικού και Ειρηνικού ωκεανού. Από το 1951 διαθέτει μια εκτεταμένη ζώνη ελεύθερου εμπορίου, που προσελκύει πολλές εμπορικές επιχειρήσεις από κάθε μέρος του κόσμου. Ιστορία. Η Κ. ιδρύθηκε το 1850 και αρχικά ονομαζόταν Ασπίνγουολ προς τιμήν του ιδρυτή της σιδηροδρομικής γραμμής· αργότερα μετονομάστηκε Κ. προς τιμήν του Χριστόφορου Κολόμβου, ο οποίος το 1502 έφτασε στον κόλπο Λίμον. Κοντά στην παλιά γαλλική διώρυγα του Κ. υψώνεται το χάλκινο άγαλμα του Κολόμβου, το οποίο δώρισε η αυτοκράτειρα Ευγενία της Ισπανίας το 1870.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόλον — colon neut nom/voc/acc sg κόλος docked masc/fem acc sg κόλος docked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλον — το το τμήμα του παχέος εντέρου από το τυφλό έντερο ως την αρχή του απευθυσμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόλα — κόλον colon neut nom/voc/acc pl κόλος docked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλοις — κόλον colon neut dat pl κόλος docked masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλου — κόλον colon neut gen sg κόλος docked masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλων — κόλον colon neut gen pl κόλος docked masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλῳ — κόλον colon neut dat sg κόλος docked masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • κωλικός — Κοιλιακός πόνος μεγάλης έντασης, που οφείλεται σε σπασμό ενός κοίλου σπλάχνου· ο εντοπισμός και η αντανάκλασή του εξαρτώνται από το ενεχόμενο όργανο. Ο σπασμός των χοληφόρων οδών προκαλεί, για παράδειγμα, τον αποκαλούμενο κ. του ήπατος, κατά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”